χρηματισμός

χρηματισμός
-οῦ + N 2 0-0-0-1-2=3 Prv 31,1; 2 Mc 2,4; 11,17
oracular response, divine statement 2 Mc 2,4; public written document, petition 2 Mc 11,17; neol.?
Cf. HORSLEY 1987, 176; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρηματισμός — negotiation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… …   Dictionary of Greek

  • χρηματισμός — ο το να χρηματίζεται κανείς, το να παίρνει κανείς χρήματα με αθέμιτα μέσα, το να δωροδοκείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματισμοῖς — χρηματισμός negotiation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοί — χρηματισμός negotiation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμοῦ — χρηματισμός negotiation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμούς — χρηματισμός negotiation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῶν — χρηματισμός negotiation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμῷ — χρηματισμός negotiation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματισμόν — χρηματισμός negotiation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”